Αυτόνομη θέρμανση σε παλιές πολυκατοικίες
* Δείτε τις τιμές της αυτόνομης θέρμανσης
Καθώς το κόστος λειτουργίας για θέρμανση αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα του οικογενειακού προϋπολογισμού είναι λογικό ο τελικός καταναλωτής να έχει απαίτηση, αφενός για ικανοποιητική θέρμανση σε διάρκεια και ποσότητα και αφετέρου οικονομική λειτουργία.
Το πρόβλημα λοιπόν που πρέπει να αντιμετωπιστεί στη λειτουργία της κεντρικής θέρμανσης, αφορά την αυτονομία στη χρήση της, ώστε ο καταναλωτής να έχει θέρμανση τις ώρες που θέλει και να μη γίνεται αλόγιστη χρήση σε ώρες που το διαμέρισμα είναι κλειστό. Το επόμενο ζήτημα που προκύπτει είναι η δίκαιη κατανομή των δαπανών θέρμανσης, ώστε ο καταναλωτής να εμπιστεύεται τη σωστή λειτουργία της και να τη χρησιμοποιεί χωρίς ενδοιασμούς. Ας δούμε όμως την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ελληνική πραγματικότητα.
Η κατανομή των δαπανών θέρμανσης σε κτίρια με περισσότερες από μια ιδιοκτησίες και κεντρική θέρμανση, με τον τρόπο που εφαρμόζεται στη χώρα μας, παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες και γίνεται σε πολλές περιπτώσεις αντικείμενο διενέξεων και τριβών μεταξύ των ενοίκων. Γεγονός είναι ότι στα Ελληνικά κτίρια, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν γίνεται μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας σε κάθε ιδιοκτησία, ώστε η δαπάνη θέρμανσης να συνδέεται με την πραγματική κατανάλωση.
Ακόμα και στις σύγχρονες κατασκευές αυτόνομης θέρμανσης με χρήση ωρομετρητών, η κατανάλωση θερμότητας εκτιμάται, διότι μετριέται ο χρόνος χρήσης της θέρμανσης από το διαμέρισμα και όχι το πραγματικό ποσό θερμότητας που αποδίδεται σε αυτό. Έτσι, το σύστημα αυτονομίας δημιουργεί μεν μια αίσθηση δίκαιης κατανομής των δαπανών θέρμανσης αλλά έχει αρκετές πρωτογενείς αδυναμίες, αφού προϋποθέτει ακριβή ρύθμιση των παροχών, ενώ δεν υπολογίζει την μειωμένη απόδοση θερμότητας στις ιδιοκτησίες όταν γίνεται μερική χρήση των θερμαντικών σωμάτων (π.χ. κλειστά σώματα σε μη χρησιμοποιούμενους χώρους).
Επιπλέον, και ενώ τα συστήματα θέρμανσης με αυτονομία αντιμετωπίζονται κατά την εφαρμογή του Τεχνικού Κανονισμού για την κατανομή δαπανών θέρμανσης (ΦΕΚ 631/7-11-1985) ως συστήματα με μετρητές θερμότητας για τα οποία το μέγεθος των θερμαντικών σωμάτων δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, στην πράξη δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση θερμαντικών σωμάτων, αφού κάτι τέτοιο θα πρέπει να οδηγήσει σε νέα μελέτη κατανομής δαπανών θέρμανσης εφόσον μεταβάλλεται η δυνατότητα της ιδιοκτησίας να παραλαμβάνει θερμότητα από το κεντρικό σύστημα.
Η κατάσταση είναι βέβαια ακόμα χειρότερη σε συστήματα θέρμανσης «κλασσικού τύπου» (δισωλήνιο, χωρίς αυτονομία). Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται μόνο θέμα δίκαιης η μη κατανομής των δαπανών θέρμανσης, αλλά ακόμα και ζήτημα αποδεκτής χρήσης του συστήματος σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των καταναλωτών, αφού αυτό δεν είναι στην διάθεση τους όταν πραγματικά το χρειάζονται, ενώ η συμμετοχή της κάθε ιδιοκτησίας στις δαπάνες του είναι ανεξάρτητη της χρήσης ή όχι του συστήματος.
Πέραν των άλλων, ο τρόπος κατανομής των δαπανών θέρμανσης όπως γίνεται στην Ελλάδα, αποτελεί ουσιαστικό αντικίνητρο για την εξοικονόμηση ενέργειας στις κατοικίες, αφού δεν συνδέει την πραγματική κατανάλωση θερμότητας της κάθε ιδιοκτησίας με την δαπάνη θέρμανσης. Εάν μπορεί για παράδειγμα το κόστος θέρμανσης να συνδεθεί με την πραγματική κατανάλωση, ο καταναλωτής θα μπορεί να χρησιμοποιεί τα θερμαντικά σώματα στο χρόνο και στους χώρους που αυτός επιλέγει.
Το γεγονός αυτό αποτελεί και φιλοσοφία της Κοινοτικής Οδηγίας 93/76/EWG, γνωστής και ως δράσης SAVE για τον περιορισμό της κατανάλωσης καυσίμων και εκπομπών καυσαερίων μέσω της ορθολογικής χρήσης της ενέργειας, η οποία συνιστά στα κράτη-μέλη να προχωρήσουν στην ανάπτυξη των προϋποθέσεων ώστε να συνδέεται το κόστος θέρμανσης και κλιματισμού με την πραγματική κατανάλωση.